τετράζυγος,

τετράζυγος,
τετρά-ζυγος, u. τετρά-ζευκτος, vierjochig; ὄχοι, vierspännig; τὸ τετράζυγον, sc. ἅρμα, ein vierspänniger Wagen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετράζυγος — ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερεις ζυγούς ή τέσσερα υποζύγια («τετραζύγων ὄχων», Ευρ.) 2. τετραπλός («ὀμφὴ τετράζυγος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ζυγος (< ζυγός), πρβλ. τρί ζυγος] …   Dictionary of Greek

  • τετράζυγος — τέτραζυξ masc gen sg τετράζυγος fouryoked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράζυγον — τετράζυγος fouryoked masc/fem acc sg τετράζυγος fouryoked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LUCIFER — I. LUCIFER Ep. Calaritanus in Sardinia, A. C. 355. a Constantio Imp. cui persuaserat, ut Conc. Mediolanicelebraret, ad decidendas controversias tum vigentes, in exilium pulsus, sub Iuliano revocatus est, A. C. 361. Antiochiae, schisma sublaturus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετράζευκτος — ον, ΜΑ τετράζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ζευκτός (< ζεύγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • τετράζυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τετράζυγος* [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ζυξ (βλ. λ. ζυγός), πρβλ. τί ζυξ] …   Dictionary of Greek

  • τετράπλοκος — ον, Μ τετράζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δεκά πλοκος] …   Dictionary of Greek

  • τετραζυγής — ές, Α τετράζυγος* [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. ἐζύγ ην), πρβλ. τρι ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • τετραζύγων — τέτραζυξ masc gen pl τετράζυγος fouryoked masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”